Ο καμένος δεν καίγεται

"Ο Καθρέφτης" του Ταρκόφσκι (1975)
Στη χαρακτηριστική σκηνή από το κινηματογραφικό αριστούργημα του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, τη «Θυσία», το θαυμάσιο πλάνο με την επιβλητική βουή της φωτιάς  όπου η οικογένεια του πρωταγωνιστή Αλεξάντερ μαζί με τον θεατή παρακολουθούν το σπίτι που καίγεται αποτελεί σκηνικό που προκαλεί σκέψεις σε σύνδεση με την πραγματική ζωή της γενικευμένης διάβρωσης του κοινωνικού ιστού και του κέντρου εξουσίας. Ο Ταρκόφσκι,  στο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο» (έκδοση Νεφέλη, 1987) εξηγεί για το κεντρικό πρόσωπο της τελευταίας ταινίας της καριέρας του «η θυσία» ότι είναι «κι αυτό άτομο αδύναμο με τη κοινή, πεζή σημασία της λέξης» και παραδέχεται παρακάτω ότι ο ήρωάς του δεν εκπροσωπεί παρά ένα ανθρώπινο πλάσμα «που αντιστέκεται σθεναρά στις δυνάμεις που οδηγούν τους συνανθρώπους του στη ράτσα των ποντικών, στο δρόμο του ωφελιμισμού…» Καίγοντας το σπίτι του, καίει μαζί και την τελευταία ύλη αυτού του τόσο διαβρωτικού μηχανισμού, όντας δραματικά τόσο μόνος.  
Στην υποβλητική μουσική του σύνθεση με το τίτλο «Tragedy» (δίσκος Super Melodrama, 2002) το μουσικό συγκρότημα Devotchka από το Ντένβερ των Η.Π.Α. αναφέρεται σε φαντάσματα που φώτισαν την πόλη προτού την εγκαταλείψουν αφού πρώτα αποτίναξαν την παρανομία. Η λύτρωση με τη κάθαρση είναι κοινή στις περιγραφές τόσο της «Θυσίας» του Ταρκόφσκι όσο και της «Τραγωδίας» των Devotchka. Μεταφορικά βέβαια το εγχείρημα ακούγεται απλό σαν ενέργεια παρότι επίπονο, στην πραγματικότητά μας όμως η διάβρωση και η νοσηρότητα του τρόπου σκέψης και δράσης δεν εξαρθρώνεται με φλόγες που καίνε. Ο Αλεξάντερ, ο ήρωας του Ταρκόφσκι, πριν ο ίδιος κάψει το σπίτι του και ό,τι παθογόνο υπήρχε μέσα σε αυτό, «κάηκε» πρώτα ο ίδιος επιλέγοντας να ανάψει μέσα του το εύφλεκτο υλικό της προσωπικής συνειδητοποίησης. Αυτό δεν είναι πολλοί που  είναι έτοιμοι ή πρόθυμοι να το κάνουν. Ο υλισμός υπνωτίζει και ο ύπνος είναι γλυκός. Όσο στερεότυπο κι αν ακούγεται, κι ας παραπέμπει σε ξύλινες προτάσεις μαθητικών εκθέσεων, ο σκοπός των ανθρώπων σήμερα είναι η κατανάλωση, η βίωση της βραχυπρόθεσμης απόλαυσης. Πώς να ισορροπήσει κανείς λοιπόν χωρίς να βυθιστεί στα τάρταρα ανάμεσα στη ράτσα των ποντικών και στην απαξίωση του καμικάζι και να πείσει τον εαυτό του να συνεχίσει μια κάποια προσπάθεια; Ίσως κάνοντας αυτό που εξομολογείται ο Πορτογάλος συγγραφέας Φερνάντο Πεσσόα μέσω του ήρωά του λογιστή Μπερνάντο Σοάρες στο προσωπικό του ημερολόγιο (Βιβλίο της Ανησυχίας, έκδοση Εξάντας, 2004), να περιφέρει δηλαδή αργά τη συνειδητή ασυνειδησία του στο κορμό του δέντρου της καθημερινότητάς του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις